μεταναστευτικός

μεταναστευτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετανάστευση ή στον μετανάστη
2. (κυρίως για πτηνά) αυτός που έχει την ιδιότητα να αλλάζει τόπο διαμονής κατά ορισμένες εποχές και να επανέρχεται, αποδημητικός («μεταναστευτικά πτηνά»)
3. (φρ) «μεταναστευτικά κύτταρα»
(στα ανώτερα ζώα) στοιχεία τού αίματος τα οποία μπορούν να εξέλθουν από τα αγγεία και να εισχωρήσουν στους διάφορους ιστούς υπό την επίδραση χημειοτακτικών ή φυσικών παραγόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταναστεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στην εφημερίδα Ώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταναστευτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη μετανάστευση ή το μετανάστη. 2. (για πουλιά), αποδημητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδημητικός — ή, ό (Α ἀποδημητικός, ή, όν) [αποδημώ] αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός νεοελλ. «ἀποδημητικά πτηνά» τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν αρχ. 1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει 2. θνητός …   Dictionary of Greek

  • εκτοπιστικός — ή, όν (Α ἐκτοπιστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος …   Dictionary of Greek

  • ταξιδιάρικος — η, ο, Ν [ταξιδιάρικος] αποδημητικός, μεταναστευτικός («ταξιδιάρικα πουλιά») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”